Από το στάδιο της καταγραφής της εικόνας, δηλαδή τα γυρίσματα, έως τα της επεξεργασίας της (μοντάζ, σύνθεση της ηχητικής μπάντας, ειδικά εφέ, post-production), η κυριαρχία της ψηφιακής τεχνολογίας στον κινηματογράφο είναι πλέον σχεδόν απόλυτη. Τελευταίο οχυρό που πρέπει να κατακτηθεί η διανομή και η προβολή των κινηματογραφικών εικόνων (κάτι που θα συμβεί στο προσεχές μέλλον). Ότι συνιστούσε την τεχνολογική βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ιστορία 100 χρόνων κινηματογράφου -δηλαδή το φιλμ, η κινηματογραφική κάμερα, η μηχανή προβολή- σιγά -σιγά εγκαταλείπεται.
Προάγγελος υπήρξε η πρόθυμη υιοθέτηση από το χώρο των εικαστικών -ένα χώρο που εφάπτεται του κινηματογράφου και συχνά τον τροφοδοτεί τόσο με ιδέες όσο και με πρόσωπα- της τεχνολογίας του αναλογικού βίντεο, ενός μέσου που προηγήθηκε του ψηφιακού. Μοιάζει λοιπόν λίγο παράδοξο -λίγο πριν την απόλυτη και ολοκληρωτική κυριαρχία του ψηφιακού μέσου- η επιστροφή στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν που επιχειρεί ένας εικαστικός καλλιτέχνης.
Αυτό κάνει ο Yang Fudong στην έκθεση του στο Zendai Museum of Modern Art στη Σαγκάη (Καλοκαίρι 2009). Μέλος της ανήσυχης νέας γενιάς των κινέζων εικαστικών με σημαντική παρουσία στη διεθνή σκηνή -Documenta (2002), Biennale της Βενετίας (2003, 2007), Hugo Boss Contemporary Art Prize του Guggenheim fund (2004)- ο Yang συχνά τοποθετεί το κινηματογραφικό μέσο στο κέντρο του έργου του. Η  αποτελούμενη από πέντε μέρη ταινία Seven Intellectuals in Bamboo Forest (2003-2008) ήταν η συμμετοχή του στην Biennale της Βενετίας (2007). Ενώ η ταινία του An Estranged Paradise προβλήθηκε το 2004 στο Φεστιβάλ Τορόντο.
Στη παρουσίαση της δουλειάς του, ο κινηματογράφος αποτελεί το ένα από τα μέρη ενός τρίπτυχου. Τα άλλα μέρη είναι μια «φωτογραφική» εγκατάσταση όπου παρουσιάζονται οι σκληρές όψεις της κινέζικης ενδοχώρας και μια βίντεο εγκατάσταση με το τίτλο Το χαμόγελο του στρατηγού, με έντονα τα θεατρικά στοιχεία, ένα μελαγχολικό σχόλιο για την «παλιά» κομμουνιστική Κίνα που σβήνει.
Η κινηματογραφική εγκατάσταση που φέρει τον τίτλο Dawn Mist, Separation Faith τοποθετεί τον θεατή μέσα σ’ ένα σκοτεινό χώρο, περικυκλωμένο από κινηματογραφικές εικόνες με μοναδικούς ήχους το θόρυβο των κινηματογραφικών μηχανών. Άτακτα κατανεμημένες στο χώρο βρίσκονται 9 κινηματογραφικές μηχανές που προβάλλουν συνεχώς σκηνές από ένα ημιτελές κινηματογραφικό έργο, ενώ τρεις μηχανικοί προβολής επιβλέπουν τη λειτουργία τους. Η συνολική διάρκεια των σκηνών είναι 3 ώρες, όμως καθώς προβάλλονται ταυτόχρονα η εμπειρία του θεατή –επισκέπτη δεν υπερβαίνει τη μισή ώρα. Τα αποσπάσματα είναι από μια ασπρόμαυρη ταινία εποχής: Εικόνες αποχωρισμού εν μέσω χάους, ένα ζευγάρι που ερωτοτροπεί, η βόλτα στις όχθες ενός ποταμού, η συνάντηση σ’ ένα καφέ, μια σκηνή σύγκρούσης. Οι αναφορές σε ανάλογες ταινίες του Wong Kar-wai (Ερωτική Επιθυμία) είναι παραπάνω από προφανείς.
Τα αποσπάσματα που προβάλλονται είναι ακατέργαστα -δηλαδή δεν έχουν υποστεί την επεξεργασία του μοντάζ, και είναι χωρίς ήχο- ότι αποκαλείται στην κινηματογραφική γλώσσα με τον όρο «rushes». Παρουσιάζει η εγκατάσταση ένα στάδιο της κινηματογραφικής διαδικασίας: την προβολή, αξιολόγηση και επιλογή των καθημερινών λήψεων, μια εργασία που ο σκηνοθέτης κάνει στο τέλος μιας μέρας γυρισμάτων. Κάθε σκηνή παρουσιάζεται στις διάφορες εκδοχές της (κάποιες «καλές» και άλλες «κακές»), με τον ανυποψίαστο θεατή να δυσκολεύεται να διακρίνει τις διαφορές. Ο Yang στον κατάλογο της έκθεσης εξηγεί ότι αντιμετωπίζει «τα λάθη των γυρισμάτων ως να έχουν αυτά από μόνα τους ένα είδος ομορφιάς»: είναι η ομορφιά της κίνησης των σωμάτων μέσα στο χώρο που αναδύεται –βασικό συστατικό της σαγήνης που ασκεί ο κινηματογράφος.
Αποκαλύπτοντας την τετριμμένη πραγματικότητα της παραγωγής των κινηματογραφικών εικόνων, ο Yang κατά κάποιον τρόπο απομαγεύει το θεατή. Μοιάζει η όλη εγκατάσταση ως μια αποδόμηση τόσο της κινηματογραφικής ταινίας όσο και της κινηματογραφικής εμπειρίας. Είναι όμως προφανές ότι είναι η νοσταλγία για τις τεχνολογίες του σινεμά που τροφοδοτεί αυτήν την καλλιτεχνική χειρονομία. «Το ψηφιακό μέσο είναι σαν ένας τοίχος από τσιμέντο και γι’ αυτό δεν σ’ αφήνει να αναπνεύσεις. Ενώ το φιλμ των 35mm είναι σαν ένα δάσος: σε εμποδίζει, σε μπλοκάρει ωστόσο μπορείς να ανασάνεις» δηλώνει. Απέναντι στη σταθερότητα και λαμπερή καθαρότητα της ψηφιακής εικόνας εδώ υπάρχει ένα τρεμόσβησμα -τα 24 καρέ το δευτερόλεπτο-, μια ομιχλώδης ατμόσφαιρα –ο κόκκος του φιλμ: αναδύεται ένα είδος υπαρξιακής μελαγχολίας. Αποκαλύπτοντας τα επιμέρους τμήματα που δομούν την κινηματογραφική εμπειρία, ο Yang ανακαλύπτει και μ’ αυτόν τον τρόπο τι συνιστά και την κρυφή σαγήνη της: είναι οι ανάσες, οι αναπνοές, η θαλπωρή που δημιουργεί ο κόκκος του φιλμ και ο ήχος των κινηματογραφικών μηχανών προβολής. Και είναι αυτή η μελαγχολική σαγήνη ενός μέσου και μιας τεχνολογίας που αργοσβήνει που μένει ως τελική αίσθηση στον θεατή- επισκέπτη.

Δημήτρης Μπάμπας