(Σχόλια για την ταινία Shanghai Dreams)

Μια μαθήτρια επιστρέφοντας από το σχολείο, αποκαλύπτει στη φίλη της το δώρο του αγαπημένου της: Ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα κόκκινα παπούτσια. Γεμάτη έκδηλη αυταρέσκεια τα δοκιμάζει και μέσα στο γκρίζο περιβάλλον της μικρής κινέζικης επαρχιακής πόλης το κόκκινο χρώμα πέρα από μια έκφραση της σεξουαλικότητάς της, μοιάζει και ως μια μη αποδεκτή εκδήλωση ατομικότητας. Ξαφνικά το βλέμμα της παγώνει καθώς αντικρίζει τον πατέρα της να την παρακολουθεί από μακριά. Η νεαρή κοπέλα ταπεινωμένη και φορώντας ακόμα τα κόκκινα παπούτσια επιστρέφει στο σπίτι της, υπό την αυστηρή επίβλεψη του πατέρα της. Η εξέγερση της μοιάζει να συντρίβεται εν τη γενέσει της.

Αν και εκ πρώτης όψεως δείχνει να εστιάζει στις σχέσεις γονέων –παιδιών στην κινέζικη επαρχία τις αρχές της δεκαετίας του 80, η ταινία Shanghai Dreams είναι στην πραγματικότητα ένα πικρό σχόλιο για τα κατεστραμμένα όνειρα μιας ολόκληρης χώρας και τις αυταπάτες που διαλύθηκαν. Στο κέντρο της αφήγησης είναι μια οικογένεια εργατών που ζουν στην επαρχία Guizhou στην κινέζικη ενδοχώρα. Πριν 15 χρόνια, την περίοδο της πολιτιστικής επανάστασης, ακολουθώντας τις κομματικές προτροπές μετακόμισαν εκεί από τον τόπο καταγωγής τους, την κοσμοπολίτικη Σαγκάη, υλοποιώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την πολιτική του «τρίτου αμυντικού μετώπου» (1 ). Δέσμιοι αυτής της απόφασης τους οι δυο γονείς αγωνίζονται να επιστρέψουν πάλι πίσω (το «όνειρο της Σαγκάης»), σε αντίθεση με την νεαρή κόρη της οικογένειας, την Τσινγκ Χονγκ που αντιμέτωπη με την προοπτική του έρωτα μοιάζει μάλλον εχθρική σ’ αυτό το ενδεχόμενο.
Αφιερώνοντας αυτή του την ταινία στους γονείς του και σ’ όσους άλλους εκτοπίστηκαν εκείνη την εποχή, ο σκηνοθέτης Wang Xiaoshuai (γνωστός στο ελληνικό κοινό από τις ταινίες Days βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Beijing Bicycle/ Ο Ποδηλάτης του Πεκίνου) παράλληλα με τα αναπόφευκτα πολιτικά σχόλια δίνει και ένα έντονο προσωπικό τόνο: περιγράφει έστω και εξ αντανακλάσεως τις μικρές τραγωδίες μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς της πολιτιστικής επανάστασης.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η αφήγηση είναι διάστικτο από τα προμηνύματα των επερχόμενων αλλαγών: η πολιτιστική επανάσταση έχει καταρρεύσει και οι δυτικές επιρροές εισβάλλουν ορμητικά. Η σκηνή του πάρτι είναι χαρακτηριστική με το τραγούδι των Boney M. Rivers of Babylon να ακούγεται θριαμβευτικά και τους συμμετέχοντες να ζουν το δικό τους δυτικό όνειρο. Ή ακόμα και η σκηνή όπου η ηρωίδα και η φίλη της ακούν τραγούδια της δημοφιλούς αλλά πολιτικά «μη ορθής» Teresa Teng από την «καπιταλιστική» Ταϊβάν (2 ). Βρισκόμαστε σε φάση μετάβασης και αυτό αντανακλάται μ’ ένα τρόπο άμεσο τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις των δύο φύλων, όσο και στις οικογενειακές: η κομφουκιανή υπακοή στους μεγαλύτερους κλονίζεται. Οι αναταράξεις και οι συγκρούσεις που προκαλούνται οφείλονται στη σύγκρουση του παλιού που ακόμα ελέγχει τα πάντα(3 ) και του νέου που ακόμα δεν έχει εγκατασταθεί. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον η τυφλή και απόλυτη υποταγή μοιάζει αδύνατη αλλά και εξέγερση κατά ένα παράδοξο τρόπο μάταιη. Όμως αυτή δεν είναι η περίπτωση της ηρωίδας. Η Τσινγκ Χονγκ μοιάζει αδύναμη και αδιάφορη για να εξεγερθεί.
Η σκηνοθεσία οργανώνει ένα περίπλοκο σύστημα σχέσεων, επιδράσεων και επιρροών στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η νεαρή κοπέλα, η Τσινγκ Χονγκ. Σ’ αυτή την ταινία οι ρόλοι θύμα –θύτης, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, μοιάζουν συνεχώς να μεταβάλλονται ανάλογα με το δίπολο σχέσεων που εξετάζεται: Υπάρχει η σχέση κράτους -πολίτη όπως εκφράζεται μέσα από την κοινότητα των εκτοπισμένων και την αόρατη κρατική/ κομματική εξουσία, υπάρχει η σχέση πατέρας –κόρη, η σχέση άνδρα -γυναίκα, η σχέση ντόπιων –εκτοπισμένων. Έτσι παρατηρώντας ένα πρόσωπο όπως του πατέρα αυτός στη σχέση του με τη κόρη του Τσινγκ Χονγκ είναι ο καταπιεστής, ενώ στη σχέση με την κρατική εξουσία ο καταπιεζόμενος.
Ωστόσο απ’ όλα τα πρόσωπα της ταινίας είναι η Τσινγκ Χονγκ στην οποία εκτονώνονται όλες οι πιέσεις: υπό αυστηρό περιορισμό από τον πατέρα, εξόριστη και αυτή στην επαρχία, θα υποστεί στο τέλος και τη βία του αγαπημένου της. Στο σύστημα εξουσίας η νεότητα βρίσκεται στη βάση δεχόμενη όλη την πίεση του συστήματος. Όμως η αδυναμία τους -λόγω της ηλικίας τους να ορίσουν τη ζωή τους, να εκφράσουν τα συναισθήματα τους να δηλώσουν εντέλει την ατομικότητα τους-, καθίσταται αντιπροσωπευτική και για όλα συνολικά τα πρόσωπα της ταινίας, είτε αυτοί είναι νέοι είτε μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Σ’ ένα από τα τελευταία πλάνα της ταινίας η Τσινγκ Χονγκ, λίγο πριν φύγει με την οικογένεια της από την επαρχιακή πόλη, βρίσκεται μόνη στο άδειο δωμάτιο. Είναι χάραμα, ο χώρος σκοτεινός, υπάρχει ελάχιστος εξωτερικός φωτισμός και οι κουρτίνες στο παράθυρο δίνουν την αίσθηση των σιδερένιων κάγκελων που φράζουν τα παράθυρα ενός κελιού. Ουσιαστικά αυτή η μικρή επαρχιακή πόλη είναι για την Τσινγκ Χονγκ και την οικογένεια τους μια ανοιχτή φυλακή. Έγκλειστοι και εν τέλει αδύναμοι να εκφράσουν τις επιθυμίες τους, πατέρας και κόρη -καταπιεστής και καταπιεζόμενη στη δική τους σχέση- είναι και οι δύο θύματα. Η τελική τους εξέγερση -δηλαδή η δραπέτευση τους από την επαρχιακή πόλη και η επιστροφή τους στη Σαγκάη- δεν έχει τίποτε ηρωικό και τίποτε θριαμβευτικό, προκύπτει σχεδόν εξ ανάγκης.
Το τέλος της ταινίας κατά ένα τρόπο γεφυρώνει το χάσμα των γενεών φέρνοντας κοντά τις δύο γενιές, πατέρα και κόρη: έγκλειστοι στην καρότσα ενός φορτηγού, καθώς ακούν την πορεία με τους καταδικασμένους σε θάνατο να περνούν (μέσα στους οποίου είναι και ο αγαπημένος της Τσινγκ Χονγκ) τότε αναλογίζονται τις απώλειες τους. Έχουν δει τα όνειρα τους να συντρίβονται και να γίνονται εφιάλτες. Κυρίως όμως έχουν βιώσει μια αληθινά τραγική στιγμή: όταν οι ελπίδες παύουν να υπάρχουν, οι αυταπάτες διαλύονται και η πραγματικότητα απογυμνωμένη πλέον εμφανίζεται γκρίζα και μουντή χωρίς τα κόκκινα χρώματα ενός πάθους (ερωτικού ή πολιτικού).

Δημήτρης Μπάμπας

1  Σύμφωνα μ’ αυτή τη πολιτική η κινέζικη ηγεσία, τη δεκαετία 70, φοβούμενη εξωτερική επίθεση μετέφερε βιομηχανικά συγκροτήματα από τις ανατολικές περιοχές στην ενδοχώρα για λόγους άμυνας. Οι περιοχές που εγκαταστάθηκαν ήταν τελείως απομονωμένες και θεωρήθηκαν ως η «τρίτη γραμμή άμυνας» της χώρας.
2 «Στην Κίνα ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ κυβερνά την ημέρα και η Teresa Teng την νύχτα » η έκφραση της εποχής είναι ενδεικτική του κλίματος.
3 Οι πρώτες εικόνες της ταινίας δείχνουν τους μαθητές ενός σχολείου να κάνουν την πρωινή τους γυμναστική ακούγοντας τα παραγγέλματα από το ραδιόφωνο, κάτι που κάνουν την ίδια στιγμή και όλοι οι άλλοι μαθητές παντού στην Κίνα.

Qing Hong/ Shanghai Dreams (ε.τ. Ταραγμένη Αγάπη), 2005
Σκηνοθέτης: Wang Xiaoshuai.
Σεναριογράφος: Lao Ni, Wang Xiaoshuai.
Ηθοποιοί: Gao Yuanyuan, Yao Anlian, Li Bin, Tang Yang, Wang Xueyang .
Διάρκεια: 116’
DVD περιοχής 2, με ελληνικούς υπότιτλους