του  Κωνσταντίνου Φίλη

Πριν από λίγες ημέρες έληξε η ναυτική άσκηση Κίνας-Ρωσίας στη Μεσόγειο. Αντίστοιχες έχουν λάβει χώρα στον Ειρηνικό, σε μια προσπάθεια, αφενός να καταδειχθεί η δυναμική της στρατηγικής τους σχέσης, αφετέρου να ανασχεθεί η αμερικανική ναυτική υπεροχή. Ωστόσο, τέτοιες ενέργειες έχουν προσώρας συμβολικό παρά ουσιαστικό αντίκτυπο, αν και η διευρυνόμενη γεωγραφική έκταση σηματοδοτεί την ανάπτυξη συμφερόντων σε περιοχές εκτός των άμεσων, ζωτικών τους ενδιαφερόντων. Είναι, όμως, σε θέση –και πρόθυμες– να διαφιλονικήσουν με την Ουάσιγκτον πολυεπίπεδα και σε παγκόσμια κλίμακα;
Ας δούμε πρώτα τους περιορισμούς: οι ισχυρότεροι προκύπτουν από τον μερικό ευκαιριακό χαρακτήρα δύο δυνάμεων με αρκετά στοιχεία ανταγωνισμού. Αν διατηρηθούν οι τωρινοί ρυθμοί, το χάσμα ισχύος θα διευρυνθεί τόσο ώστε η Ρωσία να αναζητήσει τρόπους αντιστάθμισης, εφόσον η σχέση θα καθίσταται ολοένα και πιο άνιση, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα τη θέση της στο διεθνές γίγνεσθαι. Ενώ και η Κίνα δεν θα έχει πολλούς λόγους να στηρίζει ποικιλοτρόπως μια χώρα με πολιτικό μέγεθος αλλά συρρικνούμενη εμβέλεια και προβληματική οικονομία, τις ανάγκες της οποίας ενδεχομένως να καλείται να καλύπτει συχνότερα. Αν, κόντρα στις προβλέψεις, η Μόσχα ισχυροποιηθεί, τότε οι φιλοδοξίες της δεν θα μπορούν να ελεγχθούν. Σήμερα, η αξία της Ρωσίας για την Κίνα συνίσταται κυρίως στην παροχή τεχνογνωσίας και καινοτόμων τεχνολογιών σε συγκεκριμένους κλάδους, στην τροφοδοσία της με φυσικό αέριο, συμβάλλοντας τιμολογιακά και ποσοτικά στη βελτίωση της διαπραγματευτικής της θέσης έναντι άλλων προμηθευτών, και στην προσθήκη ενός ακόμη δρώντος με αναθεωρητικές τάσεις έναντι του τωρινού status quo.
Ακόμη, λοιπόν, και αν συμφωνήσουν να εργαστούν πάνω σε ισότιμη βάση, η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα διαμορφώσει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Ακριβώς αυτή η ανισορροπία καθιστά τη Μόσχα περισσότερο «ευάλωτη» στην ικανοποίηση των βλέψεων του Πεκίνου, κάτι που επιτείνεται από τις συνέπειες της υφεσιακής πορείας της ρωσικής οικονομίας και της μεταχείρισής της από τη Δύση.
Τι φέρνει, όμως, κοντά Μόσχα και Πεκίνο; Κατ’ αρχάς, η θέση κατά του παρεμβατισμού στα εσωτερικά δρώμενα, ακόμη και δεσποτικών καθεστώτων, που είναι απόρροια τόσο της αδυναμίας τους να επηρεάσουν τις εξελίξεις πέρα από τον περίγυρό τους, όσο και της ανησυχίας ότι αυτό το προηγούμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Η «βελούδινη» αλλαγή καθεστώτων μέσα από την υποκίνηση επαναστατικών τάσεων στο εσωτερικό όχι μόνο τις φοβίζει ότι εμπεδώνει στις κοινωνίες μια τάση να εγείρουν αξιώσεις έναντι της συγκεντρωτικής εξουσίας, αλλά τις προβληματίζει στον βαθμό που αξιοποιείται για την παράκαμψη του ΟΗΕ, στον οποίο και οι δύο κατέχουν δικαίωμα αρνησικυρίας.
Από εκεί και πέρα, η γειτνίασή τους με μία περιοχή που βρίθει προβλημάτων σημαίνει πως μαζί μπορούν να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα. Δεν είναι μόνο ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας που τις απασχολούν αλλά και επιρροής με στόχο την εδραίωσή τoυς έναντι των Αμερικανών και των συμμάχων τους. Γνωρίζοντας πως η ισχύς τους μόνο αθροιζόμενη μπορεί να επιφέρει διαφοροποίηση των συσχετισμών, προτάσσουν τη συνεργασία και ως αποτρεπτικό μέσο έναντι των ανταγωνιστών στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας. Σημειώνεται πως οι διεκδικήσεις τους είναι σαφώς πιο κατηγορηματικές στο εγγύς εξωτερικό τους, όπου είναι αδιαπραγμάτευτη η διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης τους.
Βασική πτυχή και συνάμα στοίχημα για τις σινορωσικές σχέσεις αποτελεί η δημιουργία εναλλακτικών μηχανισμών θεσμικής τους θωράκισης απέναντι στις ελεγχόμενες από τη Δύση δομές. Ο στόχος για τη μεν Ρωσία είναι ο μετριασμός της πίεσης που δέχεται από τη Δύση για γεωπολιτικές της επιλογές, γεγονός που την έχει αποκόψει από τον διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα, ενώ για την Κίνα η απαγκίστρωση από κανόνες και υποχρεώσεις που αποτυπώνουν τη δυτική κοσμοθεωρία στην οικονομική δραστηριότητα και λειτουργούν περιοριστικά για το Πεκίνο. Συνεπώς, η σκοπιμότητα των πρωτοβουλιών του τελευταίου διαστήματος συνίσταται στην ανάπτυξη ενός πιο ευέλικτου κανονιστικού πλαισίου, όπου θα καταγράφεται η δυναμική της Ανατολής, με τη σταδιακή υιοθέτηση όρων ευρύτερα αποδεκτών. Κοινός τόπος η ανάγκη απόκτησης μεγαλύτερης ευχέρειας κινήσεων.
Πάντως, το πλεονέκτημα διάθεσης σημαντικών κεφαλαίων (από την Κίνα) και εύκολης συναλλαγής με αυταρχικές ηγεσίες, χωρίς προϋποθέσεις συμμόρφωσης με το υπάρχον σύστημα, αμβλύνεται τόσο από τις μεθόδους εμπλοκής όσο και το εναλλακτικό δυτικό μοντέλο της ελεύθερης πρόσβασης/παροχής υπηρεσιών και αγαθών, που διευκολύνει την κινητικότητα και τις επενδυτικές δραστηριότητες.
Σε ένα κατακερματισμένο περιβάλλον, πολλαπλών κινδύνων και εντεινόμενων προκλήσεων, αλλά και συνεχούς οικονομικής ολοκλήρωσης, η ανάγκη εξεύρεσης κοινών, αποτελεσματικών λύσεων, συνδυαστικά με την εντεινόμενη αλληλεξάρτηση, παραπέμπει την επιτακτικότερη προβολή αξιώσεων έναντι της υφιστάμενης κατάστασης για το απώτερο μέλλον. Δεδομένης και της πολύπλευρης χρησιμότητας της Δύσης εξίσου για Μόσχα-Πεκίνο, μια παρατεταμένη εξισορρόπηση, συμπληρωματική προς τη συνεργασία και τους αυξανόμενους ανταγωνισμούς, φαντάζει πιθανότερη.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

(Δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 30-31.05.2015)