Από τον Φώτη Τερζάκη*

Να αφηγηθείς ιστορία σημαίνει να διατρέξεις με το μάτι σου τόπους. Μπορείς να το κάνεις μόνο αν κάποιος το έκανε ήδη με όλο το βάρος του σώματός του, κάποιος -κάποιοι- που ο ιδρώτας του(ς), η κάποτε τσακισμένη ζωή του(ς) στα φοβερά περάσματα αναπαύτηκε οριστικά στο ήσυχο μνήμα της γλώσσας.
Αντίστροφα, όταν ταξιδεύεις σε άγνωστους τόπους, εκείνο που βλέπει το μάτι σου είναι πάντα ένα ελάχιστο μέρος της εικόνας. Το πρώτο που μαθαίνει ο αληθινός ταξιδιώτης είναι να δυσπιστεί στις αισθήσεις του. Οι τόποι δεν είναι βέβαια κείμενα, μοιράζονται όμως με τα κείμενα μια ιδιότητα: είναι παλίμψηστα, πυκνά γεωλογικά στρώματα που κρατούν παγωμένες στιβάδες χρόνου σε αλληλοπεριχώρηση, πραγματικότητες ενθυλακωμένες σε ατελείωτες σειρές, ασύμμετρου χρονικού βάθους, που πρέπει με κάποιον τρόπο να ανακτήσεις. Είναι αυτό που ποτέ δεν θα δεις, εκείνο που πρέπει να γνωρίζεις για να μπορείς να διαβάσεις αυτό που βλέπεις: δηλαδή, ιστορία.
Ο δρόμος που συνδέει την Ανατολική Μεσόγειο με την απώτατη ασιατική επικράτεια, την Κίνα, είναι σπαρμένος με φαντάσματα ιστορίας. Λίγοι τόποι έχουν τέτοια ιστορική πυκνότητα και αυτός που επιχειρεί μια τέτοια διαδρομή πρέπει να είν' έτοιμος να καταδυθεί σε έναν αφάνταστα περιστροφικό λαβύρινθο του χρόνου. Γνωρίζω δυο τέτοιους έλληνες ταξιδιώτες που αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ.
(...)
Αυτό τον δρόμο θέλησε να ξαναπεράσει, πατώντας με συγκίνηση τα ίχνη αναρίθμητων αρχαίων και ύστερων ταξιδιωτών ο Σωτήρης Χαλικιάς (Στο δρόμο του μεταξιού: Ινδικτος 1997/2004), ξεκινώντας από το Πακιστάν -αφού το Ιράν ήταν πάλι απροσπέλαστο στη δεκατία του '80- μέχρι την καρδιά της μυστηριώδους άλλοτε σινικής αυτοκρατορίας.
(...)
Ο Σωτήρης Χαλικιάς αφιερώθηκε στη μελέτη του σινικού πολιτισμού κάπως αργά στη ζωή του, με τους ακατάλυτους όμως δεσμούς ενός ισόβιου πάθους. Ο δρόμος του μεταξιού υπήρξε γι' αυτόν ένα εφηβικό όνειρο, καθώς εξομολογείται στο προοίμιο, παράλληλα με λίγες αποσταγματικές σκέψεις του πάνω στη φύση του ταξιδιού. Οταν η ώρα έστερξε ώριμος άντρας να το εκπληρώσει, είχε ιχνηλατήσει κειμενικά όλες τις όψεις και τις διαδρομές του: είχε κάνει δική του την εμπειρία των μεγάλων ταξιδιωτών -του Παυσανία, του Πτολεμαίου, του Αρριανού, του Στράβωνος, του Πολύβιου, του Σουάν Τσανγκ, του Μάρκο Πόλο, του Σβεν Χέντιν- και είχε γνωριστεί με τη χαμένη στο ερευνητικό ημίφως ιστορία των άγνωστων ελληνιστικών βασιλείων της Ινδίας (το βιβλίο του W.W. Tarn, The Greeks in Bactria and India είναι ένας βασικός μίτος προσανατολισμού του). Είχε παρακολουθήσει τις διαδρομές του Νεστοριανισμού, του Βουδισμού, των καραβανιών από και προς τη Μεσόγειο, των εξερευνητών του μεγάλου Κινέζου αυτοκράτορα προς τις άγριες περιοχές της Δύσης, τις γεμάτες ληστές κι επικίνδυνες ορδές - Ουιγούρους, Μογγόλους, Τατζίκους, Θιβετιανούς... Είχε επίσης χαρτογραφήσει καλά την περιοχή· επ' αυτού μάλιστα αποσαφηνίζει: «Η έκφραση "δρόμος του μεταξιού" [...] αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον γερμανό γεωγράφο Ferdinand von Richthoven τον περασμένο αιώνα. Σαν περιγραφή μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι είναι και απατηλή, στο μέτρο που αφήνει να εννοηθεί ότι τα καραβάνια που διέσχιζαν την Κίνα, την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή ακολουθούσαν μία και μόνη διαδρομή. Η αλήθεια, αντιθέτως, είναι πως αυτός ο "δρόμος" προασδιορίζει μια σειρά εμπορικές διαδρομές μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης (ακόμη και θαλάσσιες διαδρομές), από τις οποίες διακινήθηκαν πολλά προϊόντα κι όχι μόνο το μετάξι [...] Ο δρόμος του μεταξιού ξεκινούσε από την πρωτεύουσα της Κίνας Τσανγκ Αν -τη σημερινή πόλη Σι Αν- και, αφού έπαιρνε βορειοδυτική κατεύθυνση, διέσχιζε τον γεωγραφικό διάδρομο του Κανσού, έφτανε στην όαση της Τουν Χουάν στην έρημο Γκόμπι κι από την όαση αυτή στο φρούριο Γιου Μεν Κουάν. Από το σημείο αυτό χωριζόταν σε δύο τμήματα που ακολουθούσαν στην πραγματικότητα την περίμετρο της ερήμου Τακλαμακάν. Η βόρεια διαδρομή διέσχιζε την έρημο προς την κατεύθυνση του Χαμί, τρεις εβδομάδες περίπου ταξίδι [...] για να καταλήξει στην Κασγκάρ [...] Από την Κασγκάρ ο δρόμος του μεταξιού συνέχιζε προς τα δυτικά, αρχίζοντας από το μακρύ κι επικίνδυνο ανέβασμα της οροσειράς Παμίρ. Από την άλλη πλευρά της οροσειράς κατέβαινε στις πεδιάδες της Κεντρικής Ασίας, περνούσε από τις πόλεις Σαμαρκάνδη και Μπουχάρα, διέσχιζε την Περσία και το σημερινό Ιράκ και κατέληγε στις ακτές της Μεσογείου [...] Ενας άλλος κλάδος του δρόμου [...] κατευθυνόταν προς τα Βάκτρα, το σημερινό Μπαλκ του Αφγανιστάν [...] Ενα άλλο κομμάτι [...] περνούσε τα επικίνδυνα περάσματα της οροσειράς Καρακόρουμ, τις "Πύλες της Ινδίας", όπως λέγονται, κι έφτανε στη Βομβάη» (σελ. 16-8).
Αν ακολουθήσει κάποιος αντίστροφα το πρώτο μισό της περιγραφής, έχει περίπου τη διαδρομή που έκαναν, οδικώς, ο συγγραφέας και η ομάδα του από την Ισλαμαμπάντ μέχρι τη Σιάν (κι από εκεί αεροπορικώς στο Πεκίνο). Ο Σωτήρης Χαλικιάς αφηγείται τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του, ημέρα με την ημέρα σχεδόν, με τη φυσικότητα της αναπνοής: ύφος λιτό και απέριττο, χωρίς ίχνος φιλολογισμού, όπου ο αναγνώστης κερδίζεται από την ειλικρίνεια της φωνής και από το μοναδικό άρωμα του απτά πραγματικού. Η ιδιαιτερότητά του ωστόσο και ο μεγάλος του πλούτος οφείλονται σε μια τεχνική αφηγηματικού μοντάζ, αν μπορώ να το πω έτσι, που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει «διαχρονική επαλήθευση»: η αφηγηματική γραμμή του ταξιδιού διακόπτεται συνεχώς από μια δεύτερη, ιστορική, που αναπλάθει αρχαίες αφηγήσεις πραγμάτων αναφορικά με τους ίδιους τόπους, ημερολογιακές καταγραφές παλαιών ταξιδιωτών αλλά και πιο πρόσφατα πολιτική γεγονότα -όπως, για παράδειγμα, το «μεγάλο παιχνίδι» μεταξύ Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή η δραματική κατασκευή του Αυτοκινητοδρόμου Καρακόρουμ (ΚΚΗ) σαν επιστέγασμα της συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Πακιστάν, που έχασε όμως τη στρατηγική του σημασία μετά την κατάρρευση του ψυχροπολεμικού διπολισμού και την εξομάλυνση των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας... Με τον τρόπο αυτό το ταξίδι γίνεται μια πολυεπίπεδη μετάβαση στον οριζόντιο και τον κάθετο άξονα ταυτόχρονα, τον χώρο και τον ιστορικό χρόνο, αφηγηματική εξεικόνιση των ίδιων των φιδωτών διαδρομών που απαρτίζουν τον ίδιο τον «δρόμο του μεταξιού» -ή ακόμη, αν θέλετε, το παράξενο «χταπόδι» του Σινικού Τείχους.

* Ο Φώτης Τερζάκης είναι συγγραφέας

(απόσπασμα, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010 )