της Εντοάρντα Μάζι / Edoarda Masi

Ποιοι είναι οι λόγοι του διαδεδομένου θαυμασμού για την Κίνα;
Σύμφωνα με τους διευθυντές του περιοδικού «Monthly Review», τον Χάρι Μάγκντοφ και τον Τζον Μπέλαμι Φόστερ, πρόκειται για μια «φαντασίωση» που άνθισε στα περιβάλλοντα της αριστεράς: «η εμπιστοσύνη στο σοσιαλισμό της αγοράς ως κατάλληλο και αποτελεσματικό δρόμο για την αντικατάσταση του καπιταλισμού». Αυτό είναι (ή ήταν) ίσως αληθινό για την αμερικανική αριστερά. Οσο για την ιταλική αριστερά, αυτή έχει εγκαταλείψει εντελώς την ιδέα ότι κάτι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό. Επομένως, δεν είναι σαφές πάνω σε ποιες βάσεις στηρίζεται η γενική ικανοποίηση για τις κινεζικές οικονομικές επιτυχίες των τελευταίων δεκαετιών. Και συνεχίζουν να συζητούν στο κενό αν η σημερινή Κίνα πρέπει να θεωρείται ή όχι σοσιαλιστική χώρα, χωρίς να προσδιορίζουν τι εννοούν ως σοσιαλισμό.
*Ας συνοψίσουμε σχηματικά τα στάδια μέσα από τα οποία το κινεζικό κράτος, το οποίο θεμελιώθηκε από το 1949 πάνω στη βάση της αντιπροσώπευσης και της υπεράσπισης της εργασίας, μετασχηματίστηκε σε όργανο των οικονομικών δυνάμεων που διευθύνει το κεφάλαιο, όχι διαφορετικά -στην ουσία- από όσα έγιναν σχεδόν παντού τις τελευταίες δεκαετίες.
*1978: Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ανατρέποντας την ταξική πολιτική του Μάο Τσε-Τουνγκ, δηλώνει ότι τερματίστηκε η ταξική πάλη σε ευρεία κλίμακα και προωθεί τους «τέσσερις εκσυγχρονισμούς» (γεωργία, βιομηχανία, άμυνα, επιστήμη-τεχνολογία). Δημιουργούνται στη νοτιοανατολική περιοχή της Κίνας οι πρώτες «ειδικές οικονομικές ζώνες» που είναι ανοιχτές στο διεθνές κεφάλαιο. Την επόμενη χρονιά θα δοθεί η νομική βάση για τις επιχειρηματικές κοινοπραξίες και για τις ξένες επενδύσεις.
*1986: Οι «είκοσι δύο κανόνες» εγγυώνται στους ξένους επενδυτές πιο χαμηλούς μισθούς και μείωση των φόρων για τους εξαγωγείς.
*1989: Είναι η χρονιά της λαϊκής εξέγερσης, η οποία από τους φοιτητές επεκτείνεται σε εκατομμύρια πολίτες στο Πεκίνο και από εκεί σε μεγάλο μέρος της χώρας. Μετά από μια πρώτη περίοδο φαινομενικού φρένου στις «μεταρρυθμίσεις», συνεχίζεται με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα η πολιτική της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
*1992: Ταξίδι στο Νότο του Τενγκ Σιάο-Πινγκ, ο οποίος εγκωμιάζει τις αναδυόμενες πρωτοκαπιταλιστικές ζώνες. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, το συνέδριο του ΚΚΚ εγκαινιάζει τη «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς».
*2001: Η Κίνα μπαίνει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Οι κυβερνώντες συνεχίζουν να ασκούν ένα κρατικό έλεγχο στην εσωτερική αγορά.
*Η αντίφαση ανάμεσα στα αμυντικά μέτρα και την είσοδο της χώρας στην παγκόσμια οικονομία φαίνεται να ανοίγει, ως μόνη δυνατή, την προοπτική της ανάληψης του ρόλου της μεγάλης καπιταλιστικής δύναμης, που με τη σειρά της είναι επιθετική στην παγκόσμια σκηνή προκειμένου να επικρατήσει στον ανταγωνισμό. Η ώθηση προς τον οικονομικό φιλελευθερισμό συμβαδίζει με τον εθνικισμό.
*Αν η αγροτική επανάσταση μπόρεσε να συνδεθεί με τον εθνικισμό νοούμενο ως αντιιμπεριαλισμό, πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η κοινωνική βάση του εθνικισμού που αναβιώνει σήμερα.
Το υψηλό ποσοστό ανάπτυξης συνοδεύτηκε μέχρι τώρα από μιαν αξιοσημείωτη αύξηση του εισοδήματος και από μια συνολική βελτίωση του επιπέδου ζωής των μεσαίων στρωμάτων τον πόλεων. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο κινεζικό. Η δημιουργία και η διεύρυνση μιας μεσαίας τάξης προσανατολισμένης στην κατανάλωση είναι αναγκαίες στο κεφάλαιο για να συγκροτήσει τη μαζική βάση, όχι μόνο της κατανάλωσης, αλλά κυρίως της συναίνεσης σε πολιτικές ελέγχου της εργασίας.
*Μεταξύ των κατοίκων των πόλεων σε γενικές γραμμές παραμένουν αποκλεισμένοι από τις βελτιώσεις οι εργάτες, οι οποίοι αποτελούσαν παλιότερα μια σχετικά ευνοημένη κατηγορία κυρίως εξαιτίας των πολλών παροχών του κράτους πρόνοιας που απολάμβαναν· για να μη μιλήσουμε για την ασφάλεια της θέσης απασχόλησης και τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, μέχρι και τη συμμετοχή στη διαχείριση των επιχειρήσεων την οποία κατέκτησαν στα μεγάλα κέντρα με τους αγώνες τους στη διάρκεια των δεκαετιών του '60 και '70.
*Με την επικράτηση του κριτηρίου του κέρδους και μπροστά στην πρόκληση του διεθνούς ανταγωνισμού, οι εργάτες των αστικών κέντρων έχουν χάσει σήμερα όχι μόνο τις παροχές του κράτους πρόνοιας αλλά πρακτικά κάθε δικαίωμα, καθώς εργάζονται συχνά σε απάνθρωπες συνθήκες, με μισθούς που μειώνονται σε σχέση με το μέσο εισόδημα και είναι εντελώς ανεπαρκείς μπροστά στην εμπορευματοποίηση κάθε αγαθού (συμπεριλαμβανομένης της κατοικίας και της εκπαίδευσης των παιδιών τους), εκτός του ότι πλήττονται από την αυξανόμενη ανεργία.
*Η Κίνα, αναδυόμενος γίγαντας από την άποψη της εργασίας, βρίσκεται σήμερα υποβαθμισμένη στην κατάσταση των χωρών του Νότου του πλανήτη, όπου η τάση μείωσης του κόστους της εργατικής δύναμης είναι ιδιαίτερα καταστροφική και λειτουργεί ως εργαλείο εκβιασμού υπέρ των απαιτήσεων του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Αλλά η πιο εκρηκτική κατάσταση εμφανιζόταν ήδη από πριν στην ύπαιθρο και στα μικρά κέντρα, όπου ζει το 60% του πληθυσμού. Η ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι και η ιστορία των επαναλαμβανόμενων προσπαθειών να επιλυθεί η κεντρική αντίθεση που αποκάλυψε ο Μάο ήδη το 1956: η απόσταση σε εισόδημα και κουλτούρα ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο. Εξαιτίας της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής τον αγροτών, έχει αυξηθεί η εγκατάλειψη της υπαίθρου, φαινόμενο μακροσκοπικό και καταστροφικό (150 με 200 εκατομμύρια πρόσωπα στα τελευταία χρόνια), πολύ μεγαλύτερο από τη νέα ζήτηση εργατικής δύναμης στις «αναπτυσσόμενες πόλεις».

*Η Εντοάρντα Μάζι/ Edoarda Masi είναι σινολόγος και διδάσκει κινεζική λογοτεχνία στο Instituto Universitario Orientale της Νάπολης.

(Ελληνική μετάφραση Θανάσης Γιαλκετσής Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009)