Ξεκίνησε το 1927 και αναζωπυρώθηκε μετά τη σινοϊαπωνική σύγκρουση 65 χρόνια πριν

της Κατερινας Υ. Γου

Ο εμφύλιος πόλεμος της Κίνας διεξήχθη μεταξύ των Κινέζων εθνικιστών (ΚΜΤ) και των κομμουνιστών (CCP), δύο κομμάτων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Το ΚΜΤ ιδρύθηκε το 1894 από τον Σουν Γιατ Σεν, τον «πατέρα του κινέζικου έθνους», με το τότε όνομα «Εταιρεία της Αναγέννησης της Κίνας» και με σκοπό την ανατροπή της Δυναστείας Τσινγκ και την ίδρυση μιας δημοκρατικής Κίνας. Το 1911, το κόμμα του Σουν πραγματοποίησε Επανάσταση της «Σινχάι», τερμάτισε τη δύο χιλιάδων χρόνων Κινέζικη Αυτοκρατορία, και δημιούργησε τη Δημοκρατία της Κίνας. Οι ιδεολογικές αρχές του Κόμματος των Εθνικιστών της Κίνας ήταν «ο Εθνικισμός, η Δημοκρατία, η Ευημερία του λαού», αρχές που ισχύουν έως και σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (CCP) ιδρύθηκε το 1921 από αριστερούς διανοούμενους Κινέζους και με τη βοήθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 1923, αφού ο Σουν Γιατ Σεν στράφηκε στη Σοβιετική Ενωση για να βρει βοήθεια στον πόλεμο κατά των Κινέζων τοπικών πολεμάρχων, αποφάσισε να δημιουργήσει το Πρώτο Ηνωμένο Μέτωπο μεταξύ των Εθνικιστών και των Κομμουνιστών. Ολοι οι Κομμουνιστές (περίπου 300 μέλη τότε) εντάχθηκαν στο ΚΜΤ (περίπου 50 χιλιάδες μέλη τότε), μεταξύ των οποίων και ο Μάο Τσε Τουνγκ. Η συνεργασία με τους κομμουνιστές, όμως, δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη της δεξιάς πτέρυγας του ΚΜΤ. Την άνοιξη του 1927, ο καινούργιος ηγέτης του ΚΜΤ, Τσανγκ Κάι Σεκ, διάταξε τη σφαγή των κομμουνιστών στη Σαγκάη, καθώς και σε άλλες πόλεις της Κίνας, τερματίζοντας έτσι το Πρώτο Ηνωμένο Μέτωπο. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, οι κομμουνιστές, που αριθμούσαν πλέον πάνω από 50 χιλιάδες μέλη, συγκέντρωσαν για πρώτη φορά τις δικές τους ένοπλες δυνάμεις, οργάνωσαν εξεγέρσεις στις επαρχίες και αντιμετώπισαν τους εθνικιστές. Υπό αυτές τις συνθήκες ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος της Κίνας.
Για δέκα σχεδόν χρόνια, οι εθνικιστές δεν σταμάτησαν τις προσπάθειές τους να καθυποτάξουν τους κομμουνιστές, και στο τέλος του 1936, φάνηκε ότι ο σκοπός τους είχε σχεδόν πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 1936, με ένα δραματικό πραξικόπημα το οποίο οργάνωσαν δύο στρατηγοί του, ο Τσανγκ Κάι Σεκ αποδέχτηκε τη δημιουργία του Δεύτερου Ηνωμένου Μετώπου με τους κομμουνιστές, για να πολεμήσουν μαζί κατά των Γιαπωνέζων εισβολέων. Κατά τη διάρκεια του Σινοϊαπωνικού Πολέμου, οι κομμουνιστικές ένοπλες δυνάμεις τυπικά άνηκαν στην Εθνικιστική Κυβέρνηση, αλλά στην πραγματικότητα υπάκουαν μόνο στις διαταγές της Κεντρικής Επιτροπής του CCP, και δεν ήταν λίγες οι φορές που ξέσπασαν πολεμικές συγκρούσεις ακόμα και μεταξύ του ΚΜΤ και του CCP. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν σταμάτησαν να βλέπουν ο ένας τον άλλον σαν εχθρό.

Ο καθοριστικός ρόλος του Στάλιν
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945. Ο Στάλιν δέχθηκε να στείλει τον Κόκκινο Στρατό στη Μαντζουρία, προκειμένου να τελειώσει τον Σινοϊαπωνικό Πόλεμο γρήγορα, και σαν ανταμοιβή, ο Ρούσβελτ υποσχέθηκε, πως θα παραχωρήσει στο σοβιετικό έλεγχο τα λιμάνια και τους σιδηρόδρομους της Μαντζουρίας μετά τη λήξη των σινοϊαπωνικών εχθροπραξιών. Παρ’ όλο που αυτή η συμφωνία θα υπονόμευε την κινεζική κυριαρχία στη Μαντζουρία, ο Τσανγκ Κάι Σεκ τελικά την αποδέχθηκε, ελπίζοντας να κερδίσει μια καλή σχέση με τον Στάλιν, και να περιορίσει την πιθανή παροχή υποστήριξης της ΕΣΣΔ προς τους Κινέζους κομμουνιστές, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Σινοϊαπωνικού Πολέμου, αύξησαν δραματικά τις ένοπλες δυνάμεις τους. Ο Τσανγκ αισιοδοξώντας πίστευε ότι ο Στάλιν δεν θα τολμούσε να παίξει ένα διπλό παιχνίδι. Τα γεγονότα που ακολούθησαν όμως τον διέψευσαν. Τον Αύγουστο του 1945, οι Ρώσοι μπήκαν στη Μαντζουρία, καλώντας μαζί τους και τους Κινέζους συντρόφους τους. Πολύ σύντομα, 500 χιλιάδες Κινέζοι κομμουνιστές στρατιώτες συγκεντρώθηκαν εκεί, έχοντας στην κατοχή τους γιαπωνέζικα πολεμοφόδια, καθώς επίσης και τον βαρύ οπλισμό που τους παράδωσαν οι Ρώσοι.

Διαπραγματεύσεις
Εκείνον τον Αύγουστο άρχισαν διαπραγματεύσεις για την ειρήνη μεταξύ του ΚΜΤ και CCP. Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε ο Τσανγκ ούτε ο Μάο πίστευαν ή ήθελαν την ειρήνη μεταξύ τους και επιθυμούσαν να δείξουν στον κόσμο με πραγματικά γεγονότα τη διάθεσή τους να τερματίσουν έναν πόλεμο που ταλαιπώρησε τόσα χρόνια τον κινέζικο λαό. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, στα πεδία των μαχών οι δύο αντίπαλοι αγωνίζονταν με ένταση για να καταλάβουν τις περιοχές που μόλις άφησε ο ηττημένος γιαπωνέζικος στρατός, και δεν δίσταζαν να πραγματοποιούν πολεμικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στη Μαντζουρία, όπου ο Τσανγκ βιαζόταν να στείλει και τις δικές του δυνάμεις με τα αμερικανικά πολεμικά πλοία. Στις 10 Οκτωβρίου, οι διαπραγματεύσεις των δύο κομμάτων έφτασαν σε συμφωνία και οι κομμουνιστές δέχθηκαν να συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή ήταν απλώς ένα έγγραφο χωρίς αντίκρισμα, που ξεγέλασε και τον Αμερικανό διαπραγματευτή Patrick Hurley.
Η αμερικανική κυβέρνηση ειλικρινά επιθυμούσε μια κυβέρνηση συνασπισμού στην Κίνα, επειδή αντιμετώπιζε ένα δίλημμα: από τη μια πλευρά, επέμενε να υποστηρίζει την εθνικιστική κυβέρνηση του Τσανγκ Κάι Σεκ, τον μοναδικό πυλώνα μιας μη-κομμουνιστικής Κίνας, αλλά από την άλλη πλευρά, δεν ήθελε με τίποτα να εμπλακεί στην απέραντη και απύθμενη δίνη ενός εμφύλιου πολέμου στην Κίνα. Το πιο αισιόδοξο σενάριο για τους Αμερικανούς, ήταν ένα πολιτικό σύστημα αμερικανικού τύπου στην Κίνα, στο οποίο θα συνυπάρχουν το KMT και το CCP. Για να πραγματοποιηθεί αυτό το όνειρο, ο Τρούμαν έστειλε στο τέλος του 1945 στην Κίνα τον Μάρσαλ.

Η διαμεσολάβηση του Μάρσαλ
Ο Μάρσαλ κατάφερε να οργανώσει την «επιτροπή των τριών πλευρών» (KMT, CCP και των ΗΠΑ) για να ξεκινήσει τις διαδικασίες για ειρήνευση. Αυτή η επιτροπή διέταξε την Ανακωχή του Ιανουαρίου του 1946, και οι εκπρόσωποι των δύο κόμματων κάθισαν να συζητήσουν από κοινού τα ζητήματα που αφορούσαν την κυβέρνηση συνασπισμού και της αναδιοργάνωσης του κομμουνιστικού στρατού μέσα στον στρατό της εθνικιστικής κυβέρνησης. Ο Τσου Εν Λάι, απεσταλμένος του Μάο, έκανε τον Μάρσαλ να πιστεύει ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να δωρίσουν τον στρατό και τα κατεχόμενα μέρη τους στα χέρια του Τσανγκ Κάι Σεκ, για να πετύχει μια κυβέρνηση συνασπισμού. Ο Τσανγκ ήξερε ότι αυτά ήταν απλά διπλωματικά ψέματα. Παρά την Ανακωχή, οι συγκρούσεις στη Μαντζουρία συνεχίζονταν και ο Μάρσαλ κατηγόρησε τον Τσανγκ για τις προκλητικές στρατιωτικές κινήσεις του.
Από τον Μάρτιο του 1946, οι δύο αντίπαλοι άρχισαν μεγάλες μάχες για τη νότια Μαντζουρία, καθώς η βόρεια Μαντζουρία ήταν ήδη στον πλήρη έλεγχο των κομμουνιστών. Τον Μάιο, ο στρατός του Τσανγκ σημείωσε σημαντικές επιτυχίες στο μέτωπο της Μαντζουρίας. Πιστεύοντας στη σύντομη νίκη του, και αποφεύγοντας την προφανή ανυπακοή στην Αμερική, ο Τσανγκ δέχθηκε την πρόταση του Μάρσαλ για την Ανακωχή του Ιουνίου, για να δώσει «μια τελευταία ευκαιρία» στους κομμουνιστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πάλι η διαπραγμάτευση δεν οδήγησε πουθενά. Στις 26 Ιουνίου, ο Τσανγκ Κάι Σεκ διέταξε επιθέσεις κατά των κατεχόμενων περιοχών των κομμουνιστών στην Κεντρική Κίνα, έτσι ο εμφύλιος πόλεμος επεκτάθηκε από τη Μαντζουρία σε όλη τη βόρεια Κίνα.

Εθνικό Κογκρέσο
Κάτω από την πίεση του Μάρσαλ, ο Τσανγκ το φθινόπωρο του 1946 διέταξε δύο φορές ανακωχή και κάλεσε τους κομμουνιστές σε διαπραγματεύσεις, αλλά ο Μάο αρνήθηκε εκ νέου να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού. Τον Νοέμβριο, ο Τσανγκ οργάνωσε το Εθνικό Κογκρέσο, παρά την αντίθεση των κομμουνιστών, και πέρασε ένα Σύνταγμα που δεν αναγνωρίστηκε από τους κομμουνιστές, και ισχύει μέχρι και σήμερα στην Ταϊβάν. Στο τέλος του 1946, η Αποστολή Μάρσαλ αποδείχθηκε αποτυχία. Κανένας δεν μπόρεσε να σταματήσει τον πόλεμο μεταξύ των Κινέζων εθνικιστικών και των Κινέζων κομμουνιστών, οι οποίοι δεν επρόκειτο να μοιραστούν ποτέ την εξουσία στην Κίνα. Ο κινέζικος λαός, για άλλα τρία χρόνια, έζησε τον εφιάλτη του εμφυλίου πολέμου, μέχρι το τέλος του 1949, όταν ο Μάο έγινε ο καινούργιος κύριος της ηπειρωτικής Κίνας, χάρη στις επιτυχημένες στρατιωτικές στρατηγικές του, αλλά και τις αγροτικές-οικονομικές πολιτικές του.

*Η κ. Κατερίνα Υ. Γου είναι υποψήφια διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

(H KAΘHMEPINH  09/10/2011)